πυρπολικό

πυρπολικό
το, Ν
βλ. πυρπολικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βώκος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Αναστάσιος. Υπηρέτησε στις γολέτες του Δημ. Βώκου (1821 25) και διακρίθηκε στους αποκλεισμούς της Καρύστου, της Κασσάνδρας και του Ωρωπού. 2. Ανδρέας. Πατρικό επώνυμο του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • μπουρλότο — το 1. πυρπολικό πλοίο 2. φρ. α) «έγινα μπουρλότο» άναψα από τον θυμό μου εξοργίστηκα β) «βάζω μπουρλότο» ανάβω φωτιά, κάνω εμπρησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. burloto < ιταλ. brulotto «πυρπολικό πλοίο» < γαλλ. brulot < bruler «καίω»] …   Dictionary of Greek

  • Άκληρος, Αλεξανδρής — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στην Ύδρα. Συμπολέμησε με τον Δημήτριο Τζάπιλα στο πυρπολικό του, στο Άγιον Όρος, στο Τρίκερι και στο Γαρδίκι. Όταν το 1824 πυρπόλησε μια τουρκική κορβέτα στον Μαλιακό κόλπο αντιλήφθηκε ότι μέσα υπήρχαν Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Ανεμογιάννης, Γεώργιος ή Παξινός — (1798 – 1821).Αγωνιστής του 1821 από το Γάιο των Παξών. Κατατάχτηκε ναύτης στο πλοίο Οι Σύμμαχοι της Μπουμπουλίνας, το οποίο κυβερνούσε ο Σπετσιώτης Νικόλαος Ορλόφ. Συμμετείχε με το πλοίο αυτό στον αποκλεισμό της Ναυπάκτου και στην επίθεση… …   Dictionary of Greek

  • Ερεσός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.097 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ερεσού Αντίσσης. Η Ε. είναι αρχαιότατος οικισμός. Στη θέση Βίγλα ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη, που φημιζόταν για το… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωράκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Πλοιοκτήτης, από την Ύδρα. Διέθεσε για τον Αγώνα τα δύο του πλοία καθώς και μεγάλα χρηματικά ποσά. 2. Δημήτριος. Πλοίαρχος, γιος του προηγούμενου. Πήρε μέρος σε πέντε μεγάλες ναυμαχίες και σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • τορπιλικό — το 1. τορπιλοβόλο. 2. πυρπολικό (βλ. λ. πυρπολικό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακκαβοπυρφόρος — κακκαβοπυρφόρος, ον (Μ) πυρπολικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) «καζάνι» + πυρ φόρος (< πῡρ + φορος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, μυρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη …   Dictionary of Greek

  • πυρπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”